Φάρους

Φάρους
Φάρης
masc gen sg (attic epic doric)
Φάρος
Pharos
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φάρους — φάρος a large piece of cloth neut gen sg (attic epic doric) φάρος a large piece of cloth masc acc pl φᾶρος a large piece of cloth neut gen sg (attic epic doric) φά̱ρους , φᾶρος a large piece of cloth neut gen sg (attic epic doric) φαρόω imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήματα — Σημάνσεις ή επικοινωνίες που πραγματοποιούνται μέσω συστημάτων διάφορων τύπων. Υποτυπώδη οπτικά ή ακουστικά σ. χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο, σχεδόν αποκλειστικά στην ξηρά ήδη από την αρχαιότητα (είναι γνωστές οι φρυκτωρίες των αρχαίων Ελλήνων …   Dictionary of Greek

  • αβαθής — ές (Α ἀβαθής, ές) [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός νεοελλ. αυτός που δεν έχει βάθος σκέψης, επιπόλαιος, κούφος. αβαθή, τα (κν. ρηχά νερά) όρος τής ναυτιλίας και τής υδρογραφίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ανωμαλίες τού πυθμένα τής… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

  • φαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φάρους 2. φρ. α) «φαρικά τέλη» τέλη που καταβάλλονται από εμπορικά πλοία τα οποία προσορμίζονται και ενεργούν εμπορικές πράξεις σε λιμάνι, όρμο ή ακτή τής Ελλάδας και ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι… …   Dictionary of Greek

  • φαροφυλακή — η, Ν ναυτ. ειδική υπηρεσία τού υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, αρμόδια για το προσωπικό που υπηρετε[ή συντηρεί τους αυτόματους και τους μη αυτόματους φάρους, για την επίβλεψη τής λειτουργίας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρος (Ι) + φυλακή (πρβλ. ακτο… …   Dictionary of Greek

  • Φρενέλ, Oγκιστέν-Ζαν — (Fresnel, 1788 – 1827). Γάλλος φυσικός και εφευρέτης. Οι επιστημονικές του έρευνες στράφηκαν, κυρίως, γύρω από την πόλωση του φωτός, τη διάθλαση, την απλή ανάκλαση και την κυματοειδή του διάδοση. Ως ερευνητής και επιστήμονας είχε μεγάλη φήμη, γι’ …   Dictionary of Greek

  • φαρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φάρους, που είναι των φάρων: Φαρικά τέλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαροδείχτης — ο επίσημος κατάλογος που αναγράφει τους φάρους των ακτών, τα φαρόπλοια (βλ. λ.), τους φανούς (βλ. λ.) λιμανιών και αγκυροβολίων όλων των παραλίων ορισμένης μεγάλης περιοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”